Η λατινική του ονομασία είναι Thymus vulgaris (Θύμος ο κοινός). Απαντάται στις νότιες και μεσογειακές περιοχές της Ευρώπης σε διάφορες περιοχές της Ασίας και καλλιεργείται στη βόρεια Αμερική.
Το συναντούμε με τις ονομασίες θυμάρι, θρούμπι και μελιτζίνι. Είναι μικρός θάμνος που το ύψος του δεν ξεπερνά τα 40 εκατοστά. Έχει χρώμα γκριζωπό. Στελέχη ξυλώδη, ανορθωμένα, πολύ διακλαδισμένα, τετράγωνα. Φύλλα μικρά, ωοειδή, με καρουλιασμένη παρυφή, χνουδωτά από κάτω. Άνθη μικρά, ρόδινα, σε κόρυβο. Είναι άριστο μελισσοκομικό φυτό. Οι μέλισσες αυτή την εποχή βρίσκονται κατά δεκάδες πάνω σε κάθε θάμνο ρουφώντας το νέκταρ για να παράγουν το καταπληκτικό θυμαρίσιο μέλι.
Οι Αιγύπτιοι το χρησιμοποιούσαν ως βαλσαμωτικό και αρωματικό. Ο Διοσκουρίδης το συνιστούσε ως απολυμαντικό για διάφορες ασθένειες από τον 1ο αιώνα μ.Χ. Ο Πλίνιος το συνιστούσε ως αντίδοτο για τα δαγκώματα των φιδιών, το δηλητήριο των «θαλάσσιων όντων» και τον πονοκέφαλο.
Οι Ρωμαίοι έκαιγαν το φυτό πιστεύοντας ότι ο καπνός του απωθεί τους σκορπιούς και το χρησιμοποιούσαν στο μπάνιο τους για να αποκτήσουν σφρίγος και ενεργητικότητα. Στο Μεσαίωνα οι γυναίκες κεντούσαν κλαδιά θυμαριού για τους περιπλανώμενους ιππότες για τον ίδιο λόγο. Κατά τον 16ο αιώνα καθιερώθηκε ως φάρμακο στην Ευρώπη.
Στη λαϊκή ιατρική χρησιμοποιούσαν το πυκνό βραστάρι για την καταπολέμηση της ψώρας. Διαλύματα θυμαριού με σαπούνι χρησιμοποιούσαν οι χειρουργοί για την απολύμανση των χεριών.
Στην Κρήτη εκτιμούσαν από παλιά τις αντισηπτικές και αντιμικροβιακές του ιδιότητες. Μασούσαν τα άνθη ή τα έτριβαν στα ούλα τους για να κάνουν γερά δόντια. Έτριβαν επίσης με άνθος τις φλύκταινες της ευλογιάς για να μην αφήσει σημάδια. Έπλεναν με το αφέψημα του βοτάνου τις κόντρες των γαϊδουριών (πληγές από το σαμάρι). Το θυμόλαδο μαζί με άλλα αρωματικά λάδια το χρησιμοποιούσαν κατά των ρευματισμών. Με αυτό άλειφαν εξωτερικά το στομάχι στους πάσχοντες από δυσπεψία. Τέλος τα γαρύφαλλα του Θύμου (ο καρπός που μένει μετά την πτώση των ανθέων) ήταν ωφέλιμα στον βήχα.